πασαλείφομαι

πασαλείφομαι
πασαλείφομαι, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος βλ. πίν. 14 και πρβλ. πασαλείβομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πασαλείβομαι — πασαλείβομαι, πασαλείφτηκα, πασαλειμμένος βλ. πίν. 8 και πρβλ. πασαλείφομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”